ἔδαψα

ἔδαψα
δάπτω
—devour
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαψιλής — ές και δαψιλός, ή, ό (AM δαψιλής, ές και δαψιλός, ή, όν) Ι. 1. άφθονος, πλουσιοπάροχος 2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος αρχ. μσν. επίρρ. δαψιλῶς με αφθονία, γενναιόδωρα, σπάταλα αρχ. (για τόπους) εκτεταμένος, αχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαψιλός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”